- τυποκλόπος
- ο, Ν1. αυτός που ενεργεί τυποκλοπία2. σπαν. λογοκλόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -κλόπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο-κλόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυποκλοπώ — Ν διαπράττω τυποκλοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυποκλόπος. Η λ., στον λόγιο τ. τυποκλοπέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
βιβλιοκάπηλος — ο 1. αυτός που παράνομα εκδίδει και διακινεί βιβλία. 2. αυτός που αισχροκερδεί εκδίδοντας ξένα βιβλία, ο τυποκλόπος: Ο νόμος περί πνευματικής ιδιοκτησίας μάς προστατεύει από τους βιβλιοκάπηλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)